- καρποτελής
- καρποτελής, -ές (Α)αυτός που φέρει τον καρπό στην τελειότητά του, που συντελεί στην ανάπτυξη και ωρίμαση τού καρπού («καρποτελῆ γᾱν», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -τελής (< τέλος «σκοπός, εκτέλεση»), πρβλ. ακρο-τελής, φορο-τελής].
Dictionary of Greek. 2013.